Το σκεπτικό της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κυπριακή Δημοκρατία v. ΣΑ κ.ά. (2020) 10.4.2020, 177/18 κ.ά. (Νικολάτου, Π. και Οικονόμου Δ. με το οποίο συμφώνησαν οι Παμπαλλής, Παναγή, Χριστοδούλου, Σταματιου, Ψαρά-Μιλτιάδου, Μαλαχτός και Γιασεμής Δ. (με δική του απόφαση) έχει ως εξής:
1. Ο μισθός σαν περιουσιακό δικαίωμα προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος.
2. Δεν προστατεύεται όμως το ύψος του μισθού. Γίνεται παραπομπή σε Νομολογία ΣτΕ και του ΕΔΑΔ ως και σε προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας προς αυτή τη κατεύθυνση. (σελ. 25 απόφασης).
3. Με τη μείωση δεν θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος. Πρόκειται για περιορισμό ο όποιός δεν είναι αυθαίρετος, στο πλαίσιο της χρηστής διακυβέρνησης ως ισοζυγισμένης λήψης αποφάσεων από κρατικά όργανα και γίνεται σεβαστή η αρχή της αναλογικότητας (σελ. 27).
4. Παρομοίως το άρθρο 23.1 δεν διασφαλίζει το ύψος της σύνταξης (σελ. 29).
5. Παρόμοια είναι και η αντιμετώπιση του ΕΔΑΔ, βλ. Κουφάκη και Mateus (σελ. 29). Στη Κουτσελίνη υπήρχε στέρηση ή περιορισμός στο διηνεκές που δεν εδικαιολογείτο ενώ η μείωση της σύναξης στη προκειμένη περίπτωση είναι κλιμακωτή για περιορισμένη διάρκεια, και τρόπο (σελ. 32).
H ουσία του σκεπτικού της απόφασης, είναι ότι το Άρθρο 23 προστατεύει τους μισθούς και συντάξεις αλλά επιτρέπει τον περιορισμό τους όπου αυτός δεν είναι αυθαίρετος και είναι δικαιολογημένος στο πλαίσιο ισοζυγισμένης απόφασης που σέβεται την αρχή της αναλογικότητας σε έκτακτες ανάγκες δημοσιονομικού ελλείματος και κρίσης όπως αυτή, που ως γνωστό, αντιμετώπισε η Κύπρος το 2013.
Κάποιες παρατηρήσεις είναι επιβαλλόμενες:
1. Για να είναι επιτρεπτός οποιοσδήποτε περιορισμός σε μισθούς και συντάξεις είτε στον ιδιωτικό είτε στο δημόσιο τομέα με επέμβαση του κράτους, αυτό πρέπει να επιτρέπεται από το Σύνταγμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση το άρθρο 23. Το Σύνταγμα λέει το εξής:
« Άρθρο 23.2
… περιορισμός … δεν δύναται να επιβληθεί ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου.»
Και το άρθρο 23.3 προσδιορίζει με απόλυτη σαφήνεια ότι:
«Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθεί δια νόμου εις …. περιορισμούς απαραίτητους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίας των δικαιωμάτων τρίτων.»
Περαιτέρω προνοεί ότι για κάθε περιορισμό με ουσιώδη μείωση της αξίας της ιδιοκτησίας «δέον να καταβάλλεται το ταχύτερον δυνατόν δικαία αποζημίωση, καθοριζόμενη εν περιπτώσει διαφωνίας υπό πολιτικού δικαστηρίου.»
Η ουσία του θέματος είναι λοιπόν ότι, περιορισμός στους μισθούς και συντάξεις για σκοπούς αντιμετώπισης δημοσιονομικών ελλειμάτων, οικονομικής κρίσης κτλ, δεν επιτρέπεται με το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Επίκληση αποφάσεων του ΣτΕ ή του ΕΔΑΔ επί του προκειμένου δεν βοηθά. Η προστασία των μισθών και συντάξεων με το Άρθρο 23 του Συντάγματος είναι απόλυτη αλλά δυνατόν να περιορισθεί μόνο για τους εξειδικευμένους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω.
2. Από τη στιγμή που γίνεται δεχτό από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι μισθοί και συντάξεις εμπίπτουν στην εμβέλεια προστασίας του άρθρου 23 του Συντάγμαοτς, δηλαδή αποτελούν περιουσιακό στοιχείο, δεν δικαιολογείται η οποιαδήποτε επέμβαση σε αυτό το περιουσιακό στοιχείο με τον περιορισμό του για οποιονδήποτε λόγο εκτός αυτών που προνοεί το Σύνταγμα στον όλο μισθό ή σύνταξη ή μέρος τους. Ο μισθός και η σύνταξη σαν περιουσιακό στοιχείο είναι ένα και ενιαίο. Δεν διασπάται.
Η θεωρία ότι το Άρθρο 23 του Συντάγματος προστατεύει τον μισθό και τη σύνταξη αλλά ΟΧΙ το ύψος τους δεν βρίσκει έρεισμα στις πρόνοιες του Άρθρου 23.
Το Άρθρο 23.1 λέει το εξής:
«Έκαστος έχει το δικαίωμα να … απολαύει οποιανδήποτε κινητή περιουσία … και δικαιούται να απαιτεί τον σεβασμό του τοιούτου δικαιώματος αυτού.»
Να υπενθυμίσουμε εδώ και την πρόνοια του Άρθρου 35 του Συντάγματος:
«Η νομοθετική εκτελεστική ή δικαστική αρχή της Δημοκρατίας υποχρεούται να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητας αυτής» – υποχρέωση δηλαδή σεβασμού του άρθρου 23 του Συντάγματος.
Πως είναι δυνατόν να έχει δικαίωμα κάποιος να απολαύει τον μισθό και τη σύνταξή του αλλά όχι το ύψος των; Νομίζω μοιράζουμε τρίχες με όλο το σέβας (splitting hairs).
Αν η θέση είναι ότι το ύψος του μισθού είναι εκτός της εμβέλειας του άρθρου 23 του Συντάγματος τότε δεν χρειάζεται η αιτιολόγηση ότι δεν θίγεται ο πυρήνας του προστατευόμενου από το Σύνταγμα Άρθρο 23. Πρόκειται για άκρως αντιφατική θεώρηση των πραγμάτων.
3. Η ουσία προηγούμενης νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, στην οποία γίνεται αναφορά στις αποφάσεις της μειοψηφίας, ήταν, και είναι ότι, το Άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει αυξημένο επίπεδο προστασίας του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας έναντι του Άρθρου 1 του πρώτου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ όπως αυτό ερμηνεύθηκε με την νομολογία του ΕΔΑΔ στην Κουφάκη v. Ελλάδος (απόφαση για την οικονομική κρίση), τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου ζύγισαν το δημόσιο έναντι του ατομικού δικαιώματος και νοουμένου ότι έχουν προβεί σε αυτή την άσκηση (Balancing Act) το ΕΔΑΔ δεν επεμβαίνει. Επί του θέματος αναπτύχθηκε νομολογία και στο Εθνικό Δίκαιο όπως και στην Αγγλία. Νομολογία έχουμε επί τούτου και στο Δικαστήριο των Βάσεων (Εφετείου). Όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο, επέμενε ότι αυτού του είδους οι ασκήσεις δεν είχαν εφαρμογή στο πλαίσιο του Άρθρου 23 του Συντάγματος ενόψει του ανωτέρου επιπέδου προστασίας που το Άρθρο 23 διασφάλιζε. H προσπάθεια λοιπόν να διαφοροποιηθεί η Κουτσελίνη στη βάση του ότι ο περιορισμός ήταν στο διηνεκές ενώ τώρα είναι προσωρινό μέτρο (μέχρι το 2013) με μεταγενέστερη τροποποίηση, δεν βοηθά γιατί άλλη ήταν η ουσία και το σκεπτικό της Κουτσελίνη. Αν το δικαστήριο έκρινε ότι το 2014 έκανε λάθος, θα μπορούσε να καταργήσει το σκεπτικό της απόφασης Κουτσελίνη στη βάση της Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1996). Δεν το έπραξε όμως. Η διαφοροποίηση την οποία κάνει αγνοεί το ratio decidendi της Κουτσελίνη.
4. Θα ήθελα να υπενθυμίσω στο στάδιο αυτό τη διαφορετική προσέγγιση σε θέματα ερμηνείας και εφαρμογής του Συντάγματος σε πρόσφατη νομολογία του σε σχέση με την 56η θέση στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Σε διάφορες προσφυγές στο εκλογοδικείο του υποψήφιου Βουλευτή του ΔΗΣΥ κου Μιχαηλίδη αλλά και σε αναφορά δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος του Προέδρου όταν η Βουλή επιχείρησε νομοθετική ρύθμιση του θέματος. Η άποψη του Ανωτάτου Δικαστηρίου συμπεριλαμβανομένων του Προέδρου Μ. Νικολάτου και Τ. Οικονόμου που συνέταξαν στην απόφαση για τη μείωση μισθών και συντάξεων ήταν ότι όπου το σύνταγμα δεν προνοεί για μη «πληρωθείσα» θέση δεν είναι δυνατό εξ ερμηνείας ή ακόμη και με νομοθετική ρύθμιση να καταστεί δυνατόν η ανακήρυξη του επιλαχόντα βουλευτή της Αλληλεγγύης. Το Σύνταγμα προνοεί ρητά ότι αυτό είναι δυνατό μόνο όπου έχουμε «κενωθείσα θέση». Δεν λέει τι γίνεται σε περίπτωση μη «πληρωθείσας» θέσης δηλαδή όπου δεν ορκίστηκε η κυρία Θεοχάρους αλλά παραιτήθηκε πριν την ορκωμοσία. Ας περίμενε λοιπόν για να παραιτηθεί οπότε θα είχαμε «κενωθείσα» θέση. Εδώ έχουμε «μη πληρωθείσα». Επιτακτική έκρινε ουσιαστικά την ανάγκη τροποποίησης του Συντάγματος. Στην υπόθεση όμως των μισθών και συντάξεων «το κενό» φαίνεται να έχει πληρωθεί όχι με τροποποίηση του Συντάγματος από τη Βουλή αλλά με εξ ερμηνείας τροποποίηση του από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η απόφαση της μειοψηφίας αντιμετώπισε το θέμα από καθαρά νομική άποψη πιο σωστά κατά τη γνώμη μου. Η απόφαση των Ναθαναήλ, Πούγιουρου Δ. λέει τα εξής:
1. Δεν υπήρξε εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος για να δικαιολογηθεί επαρκής η επίκληση του για τις μειώσεις πέραν από γενικόλογες αναφορές (σελ. 56).
2. Δεν αναγράφεται εξαίρεση στο Άρθρο 23 για λόγους δημόσιας ωφέλειας που να δικαιολογεί περιορισμό στους μισθούς και συντάξεις (σελ. 64).
3. Η θέση ήταν πάντοτε ότι το άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει αυξημένο βαθμό προστασίας έναντι του Άρθρου 1 του Πρώτο Πρόσθετου Πρωτόκολλου (σελ. 64).
4. Η θεωρεία περί του άθικτου του πυρήνα του δικαιώματος είναι ουσιωδώς αντιφατική με τις πρόνοιες του Άρθρου 23 (σελ. 64).
5. Η Χαραλάμπους είναι λανθασμένη αλλά επί του προκειμένου ισχύει το σκεπτικό της Κουτσελίνης η οποία είναι μεταγενέστερη αυτής (σελ. 75. (βλ. επίσης και εμπεριστατωμένη απόφαση Παρπαρίνου Δ., σελ. 107, 108).
Η μειοψηφία κατέληξε στο μόνο αναπόδραστο συμπέρασμα: Ότι δηλαδή η φιλοσοφία της Νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν ότι το Άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει αυξημένο επίπεδο προστασίας έναντι του διαφορετικού διατυπωμένου Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Επίκληση της δημόσιας ωφελείας ή δημόσιου συμφέροντος γενική και αόριστη χωρίς να αποδεικνύεται γιατί το συγκεκριμένο μέτρο ή έκτασή του κτλ δεν είναι επιτρεπτή. Το πλέον όμως ουσιώδες είναι ότι το Άρθρο 23 δεν επιτρέπει περιορισμούς για τους λόγους που επικαλέστηκε το Κράτος και η Βουλή με τον επίδικο Νόμο, και δεν μπορεί να γίνεται διάκριση μεταξύ των μισθών και σύνταξης και του ύψους αυτών. Οι θεωρίες περί πυρήνα δεν έχουν εφαρμογή γιατί δεν είναι δυνατόν να υπάρχει περιορισμός για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος/ωφελείας.
Είναι προφανές ότι η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου οδηγήθηκε στα συμπεράσματά του λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κρίση και τις συνέπειες αυτής. Ο Δικαστής Γιασεμής ο οποίος συμφώνησε με ξεχωριστή όμως απόφαση το έθεσε ως εξής:
«Υπενθυμίζεται πως, σύμφωνα με τα γεγονότα που αφορούν στις υπό εξέταση εφέσεις, οι συνθήκες τις οποίες αντιμετώπιζε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η κυπριακή οικονομία, όπως αυτές αναφέρονται, συνοπτικά, στην αρχή της απόφασης τούτης, ληφθείσες από τη λεπτομερή αναφορά η οποία γίνεται, σχετικά, στη Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας, κάθε άλλο παρά ευοίωνες μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Με βάση δε αυτά, η Κυπριακή Δημοκρατία ουσιαστικά, είχε βρεθεί στα πρόθυρα χρεωκοπίας με ό,τι τούτο συνεπαγόταν για τη μεγάλη πλειονότητα, πλέον, των πολιτών της. Η διόρθωση της κατάστασης, δια της επιβολής των υπό αναφορά νομοθετικών μέτρων, εμφανώς, αποτελούσε, όπως έχει ήδη λεχθεί, την ενδεδειγμένη λύση, την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία κατέφυγε, ακριβώς, με σκοπό την προστασία, γενικώς της κοινωνίας και όλων των άμεσα επηρεασθέντων από αυτήν. Επαναλαμβάνεται ότι τα εν λόγω νομοθετικά μέτρα είχαν ληφθεί για την «προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας». Συγχρόνως, διαπιστώνεται πως η ανάληψή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρέασε δυσμενώς την αξιοπρεπή διαβίωση των εφεσιβλήτων, ως η σχετική εισήγησή τους, όταν, μάλιστα, υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο οι συνέπειες γι’ αυτούς, από τη μη λήψη τους, να ήταν πολύ πιο δυσμενείς.»
Τέλος, δύο πρόσθετα σημεία:
(1) Οι προσφυγές καταχωρίστηκαν το 2012, 2013, 2014. Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε το 2018 και η απόφαση του Ανωτάτου το 2020. Η όλη διαδικασία διήρκησε περίπου 7-8 χρόνια. Πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας χειρίστηκε την υπόθεση αναστολής εργασιών του Κοινοβουλίου R (Miller) v. The Prime Minister και Cherry v. Advocate General [2019] UKSC 41. Το θέμα ηγέρθη τον Αύγουστο του 2019. Πρωτόδικα αποφασίσθηκε άμεσα και το Ανώτατο Δικαστήριο μετά από ανοικτή (Televised) ακρόαση αποφάσισε, για ένα δύσκολο συνταγματικό θέμα, την 24.9.19. Δηλαδή τελείωσαν όλα σε περίπου δύο μήνες! ΟΧΙ 7-8 χρόνια. Η τελική ακρόαση ήταν ανοικτή δια τηλεόρασης στο κοινό. Οι δικηγόροι αγόρευαν δύο μέρες. ΟΧΙ περίπου μισή ώραν που είναι η συνήθης πρακτική στη Κύπρο.
(2) Σε τέτοιου είδους υποθέσεις είναι η ταπεινή άποψή μου ότι χρειάζεται περισσότερη ανάπτυξη των θέσεων και των επιχειρημάτων και όχι απλή παραπομπή σε νομολογία.
(3) Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας από τη πρώτη μέχρι και τη τελευταία υπήρξαν ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις κρατικών και άλλων αξιωματούχων με λεπτομερείς μάλιστα υπολογισμούς για το κόστος που θα είχε τυχόν απόφαση περί αντισυνταγματικότητας των νόμων για μειώσεις. Δημιουργήθηκε κλίμα τρομοκρατίας.
(4) Πάντοτε υπεστήριζα και υποστηρίζω ότι, σε περιόδους κρίσης, θα πρέπει όλοι, ιδιωτικός και δημόσιος τομέας, να επιμερίζονται κατά δίκαιο τρόπο την κρίση. Στην κρίση του 2013, ο ιδιωτικός τομέας έχει πληγεί ανεπανόρθωτα θα έλεγα σε κάποιους τομείς. Σήμερα περισσότερο λόγω της κρίσης του Κορωνοϊού. Αυτό όμως, δεν με αποτρέπει από του να αντιμετωπίζω το δίκαιο και την απονομή του από τον αυστηρό φακό τους κράτους δικαίου, όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι τουλάχιστον.
(5) Τα τελευταία χρόνια, κάτω από το φως εξωγενών παραγόντων, αντιμετωπίζουμε διάφορα πισωγυρίσματα με νομοθετικές ρυθμίσεις και δικαστικές αποφάσεις στην προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων όπως, τροποποίηση του Άρθρου 17 και 15 του Συντάγματος (Απόρρητο επικοινωνίας και ιδιωτικής ζωής) Νομοθεσία για παρακολουθήσεις τηλεφώνων, τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου, απόφαση «Ησαΐας» 2012 του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το ΙΡ δεν αποτελεί προσωπικό δεδομένο επιτρέποντες ουσιαστικά την αστυνομική παρακολούθηση του διαδικτύου. Είμαστε σε επικίνδυνη πορεία. Σχετικές είναι και οι ρυθμίσεις για το ξέπλυμα και την άρση του επαγγελματικού απορρήτου του πελάτη – δικηγόρου.